- άθλιβος
- -η, -οαστενοχώρητος: Τη ζωή του την είχε περάσει άθλιβος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άθλιβος — η, ο (AM ἄθλιβος, ον) μσν. νεοελλ. αυτός που δεν έχει υποστεί ταλαιπωρίες, που δεν έχει δοκιμάσει στενοχώριες αρχ. αυτός που δεν πιέστηκε, άθλιπτος, άστιφτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θλίβω] … Dictionary of Greek
ἄθλιβον — ἄθλιβος masc/fem acc sg ἄθλιβος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθλιπτος — ο (Α ἄθλιπτος, ον) και άθλιφτος [θλίβω] ο άθλιβος … Dictionary of Greek
αθλιψία — ἀθλιψία, η (Α) [ἄθλιβος] έλλειψη θλίψης … Dictionary of Greek
άθλιφτος — η, ο βλ. άθλιβος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)